Α. Το δικαίωμα επίσχεσης
1. Ορισμός και προϋποθέσεις
Το δικαίωμα της επίσχεσης ή παρακράτησης της παροχής που οφείλεται κατ’ άρθρο 325 ΑΚ (ius retentionis) παρέχεται από το νόμο, προκειμένου εκείνος ο συμβαλλόμενος που εκπλήρωσε πρώτος την παροχή του να προστατευτεί από τον κίνδυνο της μη εκπλήρωσης της αντιπαροχής. Είναι η εξουσία του οφειλέτη, ο οποίος έχει ληξιπρόθεσμη ανταπαίτηση κατά του δανειστή, συναφή με την οφειλή του, να αρνηθεί να εκπληρώσει την παροχή, ώσπου ο δανειστής να εκπληρώσει τη δική του υποχρέωση. Σκοπός του δικαιώματος αυτού δηλαδή είναι ο έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή – που ζητεί από τον οφειλέτη εκπλήρωση – να εκπληρώσει κι αυτός τη δική του υποχρέωση. Από τη δικαιολογία αυτή του θεσμού συνάγεται ότι το δικαίωμα επισχέσεως δεν μπορεί ν΄ασκείται για ασήμαντη ανταπαίτηση, καθώς επίσης και ότι η άσκησή του δεν μπορεί να υπερβαίνει το όριο που κατά την κοινή πείρα αρκεί για να αναγκαστεί ο δανειστής να εκπληρώσει τη δική του υποχρέωση.
Βασικές προϋποθέσεις του θεσμού της επίσχεσης είναι η ύπαρξη μεταξύ δύο προσώπων δύο αξιώσεων προς αντίθετη κατεύθυνση (αξίωση του ενός κατά του άλλου και αξίωση του δεύτερου κατά του πρώτου) και το ληξιπρόθεσμο και απαιτητό των αξιώσεων αυτών. Ειδικότερα:
α) Οι δύο απαιτήσεις πρέπει να έχουν αντίθετη φορά. Δηλαδή, ο δανειστής της μίας να είναι οφειλέτης της άλλης και αντίστροφα.
β) Τόσο η αξίωση του δανειστή όσο και η ανταξίωση του οφειλέτη πρέπει να είναι ληξιπρόθεσμες, δηλαδή να έχουν καταστεί με οποιοδήποτε τρόπο απαιτητές κατά τη χρονική στιγμή που ασκείται το δικαίωμα. Ειδικά όμως, η ανταξίωση του οφειλέτη αρκεί να είναι ληξιπρόθεσμη κατά το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής του. Επίσης, η ανταξίωση του οφειλέτη δεν είναι απαραίτητο να είναι εκκαθαρισμένη και ομοειδής με την πρώτη.
γ) Μεταξύ αξιώσεως και ανταξιώσεως πρέπει να υπάρχει συνάφεια, η οποία θα κριθεί με βάση τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και γνώμονα την καλή πίστη. Το ζήτημα της ύπαρξης ή μη συνάφειας είναι πραγματικό και αποφαίνεται γι΄αυτό ο δικαστής, εκτιμώντας αφ΄ενός μεν τον σκοπό των δύο απαιτήσεων, αφ΄ετέρου δε τη δικαιολογία του δικαιώματος επισχέσεως. Βέβαιο είναι ότι υπάρχει συνάφεια, όταν οι δύο απαιτήσεις προέρχονται απ΄την ίδια νομική σχέση και ειδικότερα, απ΄την ίδια σύμβαση. Ωστόσο, αρκεί να προκύπτουν και απ΄την ίδια βιοτική σχέση, απ΄τα ίδια φυσικά, νομικά γεγονότα.
δ) Η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης να μην αποκλείεται από διάταξη νόμου ή τη βούληση των μερών ή από τη φύση και το περιεχόμενο της ενοχικής σχέσεως.
- Τρόπος άσκησης
Το δικαίωμα επίσχεσης μπορεί να ασκηθεί είτε εξώδικα, με τη μορφή απαντήσεως στην όχληση του δανειστή για εκπλήρωση της παροχής, είτε σε δίκη, με τη μορφή ενστάσεως ή ανταγωγής.
- Εφαρμογή
α) Με την προσέλευση του αυτοκινήτου στο συνεργείο, συνάπτεται σύμβαση μίσθωσης έργου μεταξύ του κυρίου του αυτοκινήτου και του ιδιοκτήτη του συνεργείου, ο οποίος και θα προβεί στις εργασίες επισκευής. Ο εργολάβος – ιδιοκτήτης του συνεργείου αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, δηλαδή την επισκευή ή κατασκευή του αυτοκινήτου, και ο εργοδότης – κύριος του αυτοκινήτου να καταβάλλει τη συμφωνημένη αμοιβή κατά την παράδοση του έργου. Αν ο εργοδότης αρνηθεί να καταβάλλει την αμοιβή, τότε ο εργολάβος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, δηλαδή την εκτέλεση του έργου και την απόδοση του αυτοκινήτου, μέχρις ότου ο εργοδότης εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει και καταβάλλει την αμοιβή. Επομένως, ο επιμελής εργολάβος μπορεί να αντιτάξει στον εργοδότη που παραβαίνει τους όρους της σύμβασης μίσθωσης έργου το δικαίωμα της επίσχεσης.
β) Ωστόσο, ο νομοθέτης γνωρίζοντας την ανάγκη αυξημένης προστασίας ορισμένων κατηγοριών συμβάσεων (όπως εν προκειμένω της σύμβασης έργου) παρέχει στους επιμελείς συμβαλλόμενους δικαίωμα ενεχυριάσεως των πραγμάτων που επισκευάστηκαν, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος, προκειμένου να εξασφαλίσει την είσπραξη των ειδικών κατηγοριών απαιτήσεών τους.
Όσον αφορά στη σύμβαση έργου, προβλέπεται νόμιμο ενέχυρο του εργολάβου πάνω στα κινητά του εργοδότη που επισκεύασε ή κατασκεύασε και τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του, για την εξασφάλιση των απαιτήσεων του εργολάβου από τη σύμβαση έργου, κατ’ άρθρο 695 Α.Κ.. Τέτοια δε σύμβαση μίσθωσης έργου είναι και η κατασκευή ή επισκευή αυτοκινήτων από ιδιοκτήτες συνεργείων αυτοκινήτων.
Β. Το νόμιμο ενέχυρο του άρθρου 695 Α.Κ.
- Ορισμός και προϋποθέσεις
Aπό την έναρξη της διαδικασίας επισκευής των αυτοκινήτων μέχρι και την αποπληρωμή του τιμήματος και την οριστική λύση της σύμβασης, οι επιχειρήσεις των συνεργείων επισκευής αυτοκινήτων αποκτούν αυτοδικαίως, με τίτλο από το νόμο, (χωρίς να χρειαστεί να προβούν σε κάποια ενέργεια) δικαίωμα να συστήσουν νόμιμο ενέχυρο στο αυτοκίνητο που τους έχει αφεθεί για την εκτέλεση εργασιών.
Το ενέχυρο αυτό αποκτάται ανεξάρτητα από τη βούληση του εργοδότου, γεννάται με την ύπαρξη των απαιτήσεων του εργολάβου και συνιστάται επί των κινητών πραγμάτων του εργοδότου, τα οποία κατασκεύασε ή επισκεύασε ο εργολάβος και βρίσκονται στην κατοχή του τελευταίου. Δηλαδή, για τη σύστασή του δεν απαιτείται συμφωνία ούτε η τήρηση συμβολαιογραφικού ή ιδιωτικού εγγράφου. Αρκεί να υπάρχουν απαιτήσεις του εργολάβου από τη σύμβαση, να θεμελιώνεται κατοχή του τελευταίου στα κινητά πράγματα του εργοδότη και να έχουν εκτελεστεί κατασκευές ή επισκευές στα αντικείμενα αυτά. Ειδικότερα, ως προς τις προϋποθέσεις σύστασης ισχύουν τα εξής:
α) Το νόμιμο ενέχυρο του άρθρου 695 Α.Κ. εξασφαλίζει, εκτός από αυτή καθεαυτή την απαίτηση που προκύπτει από την άρνηση καταβολής του τιμήματος, κι όλες τις απαιτήσεις του εργολάβου για αποζημίωση και δαπάνες, καθώς και τους τόκους επί των ποσών αυτών. Καλύπτει δηλαδή και τις αξιώσεις του εργολάβου λόγω πταίσματος ή υπερημερίας του εργοδότου, τις αξιώσεις από την καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους τους εργοδότη έως την αποπεράτωση του έργου κ.α.. Επιπλέον, οι απαιτήσεις αυτές δε χρειάζεται να είναι ληξιπρόθεσμες κι απαιτητές.
β) Αντικείμενο του νομίμου ενεχύρου μπορούν να αποτελέσουν όλα τα κινητά πράγματα του εργοδότη, ασχέτως αν είναι επιδεκτικά κατάσχεσης, αρκεί να χρησιμοποιήθηκαν από τον εργολάβο προς επισκευή ή κατασκευή. Ο εργοδότης ως κύριος αυτών πρέπει να τα παραδώσει στην κατοχή του εργολάβου, βάσει της σύμβασης μισθώσεως έργου και προς το σκοπό εκτελέσεως της συμβάσεως.
γ) Η κατασκευή ή επισκευή πρέπει να ενεργηθεί βάσει των όρων της σύμβασης, οποιαδήποτε δε άλλη δραστηριότητα του εργολάβου που εκφεύγει της έννοιας των επισκευών ή κατασκευών, δε θεμελιώνει τη σύσταση του νομίμου ενεχύρου.
δ) Αξίζει να σημειωθεί ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του αυτοκινήτου στο συνεργείο, οι υπεύθυνοι – ιδιοκτήτες έχουν την υποχρέωση να φυλούν το αυτοκίνητο, θέτοντάς το υπό τη διαρκή εποπτεία τους και προστατεύοντας το από τον κίνδυνο καταστροφής, απώλειας ή βλάβης (άρθρο 1246 Α.Κ. σε συνδυασμό με 1224 Α.Κ.).
- Το νόμιμο ενέχυρο σε κινητά μη ανήκοντα στον εργοδότη
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά για τους ιδιοκτήτες συνεργείων αυτοκινήτων το θέμα της επισκευής οχημάτων που έχουν πωληθεί με των όρο παρακράτησης κυριότητας μέχρι την οριστική εξόφληση κι αποπληρωμή του τιμήματος της πώλησης.
Όπως προαναφέραμε, η σύσταση του ενεχύρου ως εκποιητική δικαιοπραξία, προϋποθέτει την ύπαρξη κυριότητας του εργοδότη. Στην περίπτωση όμως, που αυτός έχει μόνο δικαίωμα προσδοκίας κτήσεως κυριότητας (όπως δηλαδή συμβαίνει όταν ένα αυτοκίνητο έχει πωληθεί από την αντιπροσωπεία αυτοκινήτων με παρακράτηση κυριότητας), η ασφάλεια των συναλλαγών επιβάλλει ο δανειστής (εργολάβος) να μην εκτεθεί στον κίνδυνο ματαίωσης του δικαιώματός του εξαιτίας του ότι το ενεχύρασμα δεν ανήκει κατά κυριότητα στον ενεχυραστή (εργοδότη).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1215 Α.Κ., αν το πράγμα δεν ανήκει στον ενεχυραστή, ενέχυρο αποκτάται κατά τους όρους που αποκτάται η κυριότητα κινητού από μη κύριο, οι σχετικές δε διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως (άρθρα 1036 – 1040 Α.Κ.). Στην περίπτωση της αγοράς κινητών με τον όρο παρακράτησης της κυριότητας, πρέπει αρχικά να γίνει η διάκριση, αν η μεταβίβαση της κυριότητας τελεί υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση.
Αν η αίρεση είναι αναβλητική ο εργοδότης – αγοραστής δεν είναι κύριος του πράγματος όσο εκκρεμεί η αίρεση, έχει όμως, την κατοχή και το δικαίωμα προσδοκίας. Η προσδοκία κυριότητας, ως αυτοτελές περιουσιακό δικαίωμα, μπορεί να μεταβιβαστεί, να κατασχεθεί ή να κληρονομηθεί. Επομένως, είναι δυνατή και η επιβάρυνσή της με ενέχυρο, συμβατικό ή νόμιμο.
Με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης η κυριότητα περιέρχεται στον αγοραστή-εργοδότη, και το νόμιμο ενέχυρο τρέπεται αυτόματα σε ενέχυρο επί του πράγματος. Αντιθέτως, αν δεν πληρωθεί η αίρεση και ο πωλητής υπαναχωρήσει, χάνεται η προσδοκία, συμπαρασύροντας και την εμπράγματη ασφάλεια, δηλαδή το ενέχυρο.
Αν η αίρεση είναι διαλυτική, ο εργοδότης είναι κύριος και κάτοχος του πράγματος, με τη διαφορά ότι η κυριότητά του είναι μετακλητή. Μετά την πλήρωση της αίρεσης όμως, κάθε διάθεση του αντικειμένου της δικαιοπραξίας που επιχειρήθηκε όσο εκκρεμούσε η αίρεση, είναι αυτοδικαίως άκυρη, εφόσον ματαιώνει ή βλάπτει το αποτέλεσμα που εξαρτάται από την αίρεση, όπως ορίζει το άρθρο 206 Α.Κ.
Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν, είναι αν η σύσταση του εργολαβικού ενεχύρου μπορεί να εξομοιωθεί με διάθεση (πώληση). Βάσει των διατάξεων των άρθρων 206, 239 παρ.1 και 695 Α.Κ. και της ratio των διατάξεων αυτών η σύσταση του νομίμου ενεχύρου της ΑΚ 695 αποτελεί μερική ματαίωση της έννομης συνέπειας της πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης, η οποία οφείλεται έμμεσα σε ενέργεια του υπό αίρεση υποχρέου. Θα μπορούσε, κατά συνέπεια, να επιτραπεί η αναλογική εφαρμογή της ΑΚ 206, με αποτέλεσμα την απόσβεση του νόμιμου ενεχύρου που συστάθηκε, μετά την πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης και την απώλεια της κυριότητας από τον εργοδότη-αγοραστή.
Ωστόσο, η εφαρμογή της ΑΚ 206 επιβαρύνει μόνο τον εργολάβο που δεν τελεί σε καλή πίστη σε σχέση με το μεταβλητό της κυριότητας του εργοδότη. Αυτό συμβαίνει διότι δεν είναι ορθό να προστατεύεται περισσότερο αυτός που καλόπιστα αγνοεί το μείζον, δηλαδή την έλλειψη κυριότητας, από αυτόν που καλόπιστα αγνοεί το έλασσον, δηλαδή την έλλειψη εξουσίας διάθεσης (206 ΑΚ).
Επομένως, ο εργολάβος που βρίσκεται σε καλή πίστη σε σχέση με την έλλειψη εξουσίας διάθεσης του εργοδότη, προστατεύεται περισσότερο από αυτόν που βρίσκεται σε καλή πίστη σε σχέση με την έλλειψη κυριότητας, όπου δεν εφαρμόζεται η ΑΚ 695 για τη σύσταση νόμιμου ενεχύρου.
Δηλαδή, και στις περιπτώσεις αυτές είναι δυνατή η σύσταση νόμιμου ενεχύρου, αφού πληρωθούν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: πρώτον, ο κύριος του κινητού (π.χ. πωλητής) να είχε εμπιστευτεί τη νομή ή κατοχή αυτού στον ενεχυραστή, με βάση κάποια μεταξύ τους έννομη σχέση (όπως εν προκειμένω βάσει πώλησης κινητού με επιφύλαξη της κυριότητας), δεύτερον, ο δανειστής – εργολάβος να είναι καλόπιστος κατά την παράδοση του πράγματος σ’ αυτόν, τρίτον, η παράδοση του πράγματος να είναι υλική, δηλαδή ο καλόπιστος δανειστής να αποκτά και την κατοχή αυτού.
Συμπερασματικά, ο εργολάβος μηχανικός αυτοκινήτων που αναλαμβάνει να επισκευάσει ή κατασκευάσει ένα αυτοκίνητο δεν κινδυνεύει να απωλέσει την αμοιβή του από την εργασία του αυτή, για το λόγο ότι εκείνος που το προσήγαγε στο συνεργείο δεν είναι ιδιοκτήτης του, αλλά έχει μόνο δικαίωμα προσδοκίας κτήσης κυριότητας επ’ αυτού. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως, για την έγκυρη σύσταση του νόμιμου ενεχύρου είναι ο εργολάβος να βρίσκεται σε καλή πίστη κατά το χρόνο που αποκτά την κατοχή και για όλο το χρονικό διάστημα που τη διατηρεί.
- Αναγκαστική εκτέλεση – Εκποίηση του ενεχυρασθέντος
Το σπουδαιότερο δικαίωμα το ενεχυρούχου δανειστή (μηχανικού – επισκευαστή) είναι η εξουσία του να εκποιήσει το ενεχύρασμα για την προνομιακή ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαίτησης, όταν αυτή λήξει χωρίς να εξοφληθεί. Ο εργολάβος ως ενεχυρούχος δανειστής έχει τις εξής δυνατότητες: α)να ασκήσει την ενοχική αγωγή από τη σύμβαση ή β)να επιδιώξει την εκποίηση του ενεχυράσματος με πλειστηριασμό και την προνομιακή ικανοποίηση της απαίτησής του από το πλειστηρίασμα.
Στη δεύτερη περίπτωση, ο εργολάβος (δανειστής) από τη στιγμή που η απαίτησή του έγινε απαιτητή, έχει δικαίωμα να πωλήσει το πράγμα με πλειστηριασμό, αν έχει εκτελεστό τίτλο, ή να προκαλέσει δικαστική απόφαση για την πώλησή του με πλειστηριασμό (άρθρο 1237 παρ. 1 εδα Α.Κ.). Η αίτηση χορήγησης άδειας για την εκποίηση ενεχύρου απευθύνεται στο Ειρηνοδικείο της περιφέρειας του τόπου όπου βρίσκεται το ενέχυρο, το οποίο δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (αρ.792, 739επ. Κ.Πολ.Δ). Η άδεια αυτή αντικαθιστά την έλλειψη τίτλου.
Η εκποίηση του πράγματος με πλειστηριασμό γίνεται χωρίς να προηγηθεί κατάσχεση του κινητού, κατ’ άρθρο 1237 παρ,1εδβ Α.Κ., η οποία εφαρμόζεται και στο νόμιμο ενέχυρο. Έτσι, η διαδικασία αρχίζει με την εντολή του ενεχυρούχου δανειστή προς το δικαστικό επιμελητή να εκδώσει πρόγραμμα πλειστηριασμού (960 Κ.Πολ.Δ).
Έτσι, σε περίπτωση που ο πελάτης δεν καταβάλλει την αμοιβή στο συμφωνημένο χρόνο, συνήθως κατά την παράδοση του επισκευασμένου αυτοκινήτου, οι επιχειρήσεις επισκευής αυτοκινήτων μπορούν, αν διαθέτουν εκτελεστό τίτλο (τίτλος που παρέχεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του νόμου και επιτρέπει την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης) για τη χρηματική τους απαίτηση να προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση και να πουλήσουν το αυτοκίνητο σε πλειστηριασμό (άρθρα 958 επ.ΚπολΔ). Αν όμως, δεν διαθέτουν εκτελεστό τίτλο μπορούν και πάλι να προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση πουλώντας το ενεχυριασμένο αυτ/το σε πλειστηριασμό, αφού όμως, προηγουμένως λάβουν τη σχετική άδεια του δικαστηρίου, την οποία οφείλουν να κοινοποιήσουν στον οφειλέτη (δηλ. στον εργοδότη).
Αν ωστόσο, καταβληθεί το τίμημα συμπεριλαμβανομένων και των τόκων υπερημερίας (η επιμέτρηση των οποίων άρχεται αφού καταστεί η οφειλή ληξιπρόθεσμος και μετά από σχετική όχληση), οι επιχειρήσεις έχουν υποχρέωση να αποδώσουν το ακίνητο και να παραιτηθούν από το δικαίωμα ενεχυριάσεως (άρθρο 1232 Α.Κ.).
Γ. Διαφορές μεταξύ δικαιώματος επίσχεσης και νομίμου ενεχύρου
Η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ νομίμου ενεχύρου και του δικαιώματος επίσχεσης έγκειται στην εμπράγματη ενέργεια του πρώτου και στην ενοχική του δεύτερου. Ειδικότερα, το δικαίωμα επισχέσεως είναι ενοχικό, παρεπόμενο της ανταπαίτησης του οφειλέτη κατά του δανειστή, την οποία και ασφαλίζει. Δεν αποκτά εμπράγματο χαρακτήρα ακόμη κι όταν ασκείται κατά απαίτησης του δανειστή για απόδοση πράγματος. Από την ενοχική φύση του δικαιώματος συνάγεται ότι, ο οφειλέτης δεν έχει δικαίωμα δίωξης ή αποχωρισμού και δεν δικαιούται σε προνομιακή μεταχείριση από το πράγμα, στο οποίο αναφέρεται η απαίτηση που στηρίζει την επίσχεση.
Ωστόσο, το δικαίωμα επίσχεσης μπορεί να ασκηθεί σε πράγματα που δόθηκαν μεν από τον εργοδότη, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν απ΄τον εργολάβο προς κατασκευή ή επισκευή. Αντιθέτως, το νόμιμο ενέχυρο περιορίζεται στα κατασκευασθέντα ή επισκευασθέντα πράγματα που αποτελούν το έργο. Επίσης, το δικαίωμα επίσχεσης ενασκείται στα ίδια πράγματα, ακόμη κι αν αυτά ανήκουν σε τρίτους, και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προς κτήση του νομίμου ενεχύρου (695, 1215 και 1036 Α.Κ.).
Δ. Συμπέρασμα
Η ασφάλεια των συναλλαγών επιτάσσει ενίοτε την πρόβλεψη και νομοθετική καθιέρωση ρυθμίσεων που εξασφαλίζουν την ομαλή εξέλιξη των συμβατικών σχέσεων. Περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο σχέσεις που χρήζουν αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης είναι μεταξύ άλλων και η σύμβαση μίσθωσης έργου. Η καθιέρωση της δυνατότητας συστάσεως νομίμου ενεχύρου του εργολάβου στα κινητά του εργοδότη, εφόσον βρίσκονται στην κατοχή του, εξασφαλίζει την είσπραξη της απαίτησής του που προέρχεται από την επιμελή εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών του (την εκτέλεση του έργου) και ταυτόχρονα, λειτουργεί ως κύρωση για την αντισυμβατική συμπεριφορά του εργοδότη και την αθέτηση της υπόσχεσής του για την καταβολή της αμοιβής.
Απ’ όλα όσα προαναφέρθηκαν εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο εργολάβος τυγχάνει διευρυμένης προστασίας, επειδή ακριβώς υπέχει «οιονεί υποχρέωση προεκπλήρωσης» καθώς, από τη φύση της συμβάσεως έργου, προϋποτίθεται σχεδόν πάντοτε ένα προπαρασκευαστικό στάδιο, κατά το οποίο ο εργολάβος προετοιμάζει την εκπλήρωση της παροχής του. Η προπαρασκευή αυτή προϋποθέτει από μέρους του εργασία και δαπάνες που συνήθως παρέχουν ωφέλεια στον κύριο του πράγματος - εργοδότη.
Η νομοθετική ρύθμιση της σύστασης νόμιμου ενεχύρου καθιερώνει μια επωφελέστερη και συντομότερη διαδικασία είσπραξης οποιασδήποτε απαίτησης προερχόμενης από τη σύμβαση έργου. Έτσι, ο εργολάβος αποκτά ευθέως από το νόμο εμπράγματη εξασφάλιση για τις απαιτήσεις του από τη σύμβαση, και ιδίως τη δυνατότητα να εκποιεί το αντικείμενο του ενεχύρου με πλειστηριασμό (ΑΚ 1237) και να ικανοποιείται προνομιακά από το πλειστηρίασμα (Κ.Πολ.Δ. 976 αριθμ. 2). Για το λόγο αυτό κυρίως, κρίνεται ουσιαστικότερη και αποτελεσματικότερη η προστασία που παρέχει η σύσταση νομίμου ενεχύρου έναντι της άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης, με σκοπό την είσπραξη απαίτησης απορρέουσας από τη σύμβαση έργου.